Το χωριό Φλάσου στο παρελθόν παρουσίαζε μια εντυπωσιακή ποικιλία ως προς τις επαγγελματικές δραστηριότητες των κατοίκων της. Μέσα στις επαγγελματικές ενασχολήσεις των κατοίκων της Φλάσου συναντάμε επαγγέλματα, όπως του τσαγκάρη και του μυλωνά, τόσο του ελιόμυλου όσο και του νερόμυλου. Το ενδιαφέρον των κατοίκων του χωριού, κινήθηκε και προς την παραγωγή, αφενός του μεταξιού και αφετέρου λινών υφασμάτων. Ας γνωρίσουμε καλύτερα τον κόσμο των παραδοσιακών επαγγελμάτων, που απασχόλησαν τους παλαιότερους κατοίκους του χωριού.

Αρχικά θα παρουσιαστεί το επάγγελμα του τσαγκάρη, το οποίο προέκυψε κυρίως από την ανάγκη των κατοίκων να ανανεώνουν και να επιδιορθώνουν τα υποδήματα τους, κυρίως τις αγροτικές μπότες, γνωστές ως «ποδίνες». Η συνεισφορά του επαγγέλματος του τσαγκάρη ήταν σημαντική, αν ληφθούν υπόψιν τα δεδομένα της εποχής, η περιορισμένη οικονομική δυνατότητα των αγροτών, που άφηνε μόνο το περιθώριο επιδιόρθωσης των φθαρμένων αγροτικών μποτών, απαραίτητων για τη διεξαγωγή γεωργικών εργασιών.

Ο παραδοσιακός τσαγκάρης, ανάλωνε τον περισσότερο χρόνο του στην επιδιόρθωσή των «ποδίνων», εφόσον οι κάτοικοι του χωριού τις χρησιμοποιούσαν καθημερινά, στις αγροτικές τους δραστηριότητες. Επιπλέον, οι κάτοικοι της Φλάσου μεριμνούσαν για την καλή κατάσταση των «ποδίνων» τους και γενικά των υποδημάτων τους, κυρίως την περίοδο των εορτών, όπως το Πάσχα. Κυρίως οι «ποδίνες» έπρεπε να είναι περιποιημένες, γιατί αποτελούσαν μέρος της παραδοσιακής τους ενδυμασίας.

Ο τσαγκάρης αναλάμβανε εκτός από την επιδιόρθωση, το βάψιμο και το γυάλισμα, αλλά και την κατασκευή υποδημάτων. Τα υποδήματα που κατασκεύαζε ο τσαγκάρης, υστερούσαν σε κομψότητα, σε σχέση μ’ αυτά του «σκαρπάρη», αλλά παρόλ’ αυτά δεν έπαυαν να έχουν ζήτηση.

Ο τσαγκάρης είχε στη διάθεσή του μια ποικιλία εργαλείων, μερικά απ’ αυτά είναι το μαχαίρι και η «φαρσέττα», κοπτικά εργαλεία των δερμάτων, η «ράσπα» για την ομαλοποίηση των δερμάτων, τα «καλαπόδια» για την τελειοποίηση του υποδήματος.

Στη Φλάσου, οι τσαγκάρηδες μειώνονται σταδιακά από τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν η βιομηχανική παραγωγή παρέχει τη δυνατότητα μαζικής κατασκευής των υποδημάτων. Πέρασε μια μεταβατική περίοδος, όπου η βιομηχανία υποδημάτων και οι τσαγκάρηδες, ζούσαν παράλληλα, ενώ στις μέρες μας , οι τσαγκάρηδες στη Φλάσου, έχουν εκλείψει.

Μερικοί από τους κατοίκους του χωριού, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ασκούσαν το επάγγλεμα του βοσκού. Οι βοσκοί του χωριού, ασχολούνταν τόσο με τη φροντίδα των ζώων τους, όσο και με την παρασκευή γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως χαλουμιού, «αναρής», δηλαδή μυζήθρας, αλλά και γιαουρτιού.

Ειδικότερα, οι βοσκοί ήταν υπεύθυνοι να επιβλέπουν συνεχώς το κοπάδι τους, ούτως ώστε να μην προκαλεί ζημιές σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Οι βοσκοί για να διακρίνουν το κοπάδι τους, σημάδευαν ζώα, κυρίως με εκκοπές στα αυτιά τους. Οι βοσκοί συχνά αναλάμβαναν την περίθαλψη των ζώων τους, σε περιπτώσεις, λόγου χάριν γέννας ή αρρώστιας.

Οι βοσκοί του χωριού, παραδοσιακά, διασφάλιζαν τα βασικά έσοδά τους, από την πώληση ζώων, κυρίως κατά την περίοδο των εορτών. Ταυτόχρονα, εξασφάλιζαν ένα μικρό εισόδημα, από την πώληση του γάλακτος και των παραγώγων του. Αυτό συνέβαινε, επειδή στο παρελθόν οι βοσκοί παρασκεύαζαν τα γαλακτοκομικά προϊόντα, κυρίως για να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειάς τους. Οι βοσκοί για την παρασκευή των πιο πάνω προϊόντων, χρησιμοποιούσαν αιγινό ή πρόβειο γάλα ή και ανάμειξή τους, ανάλογα με τα ζώα του κοπαδιού τους.

Η παρασκευή του χαλουμιού, άρχιζε με το ζέσταμα του γάλακτος σ’ ένα «χαρτζίν» ή αλλιώς «χαρκομαείρισσα», δηλαδή σ’ ένα μεγάλο χάλκινο σκεύος. Αφού το γάλα ζεσταινόταν, ανακινώντας διαρκώς πρόσθεταν μια πηκτική ουσία, τη «πηδκιά». Έπειτα, σκέπαζαν το «χαρτζίν» μ’ ένα «τσέστο», δηλαδή επίπεδο ψάθινο δίσκο, μέχρις ότου το γάλα κρυώσει και πήξει ταυτόχρονα. Στο εξής, αφαιρούσαν το «δροσινό», δηλαδή το πηκτό γάλα, με τη βοήθεια μιας τρυπητής κουτάλας και το τοποθετούσαν στο «γυλάριν του τυρασκάμνιου». Μ’ άλλα λόγια, σε μια επίπεδη σανίδα, σημείο εκροής, στηριγμένη σ’ ένα σκαμνί ή τραπεζάκι». Τότε, μ’ ένα βαμβακερό ρούχο, πίεζαν το «γροσινό», με σκοπό να αφαιρεθεί κάθε υγρό υπόλειμμα, γνωστό ως «νορός». Ο «νορός», ο οποίος έρεε από το «γυλάριν», μαζευόταν για να φυλαχτούν μέσα τα χαλούμια, μετά την ολοκλήρωσή τους.

Παράλληλα με τη παρασκευή του χαλουμιού, άρχιζε και της «αναρής», εφόσον είχε ως βασικό συστατικό της το «νορό», που είχεν απομείνει στο «χαρτζίν», μετά την αφαίρεση του «γροσινού». Στο «νορόν» αυτόν πρόσθεταν γάλα και το ανακινούσαν συνεχώς. Το μείγμα, που ανέβαινε στην επιφάνεια, μαζευόταν για να τοποθετηθεί σε «ταλάρια», δηλαδή κάτι σαν μικρά καλαθάκια. Το στράγγισμα των «αναράδων» στα «ταλάρια», αποτελούσε και το τέλος της διαδικασίας παρασκευής τους.

Με την ολοκλήρωση, λοιπόν των «αναράδων», τα χαλούμια επανατοποθετούνταν στο «χαρτζίν» για να ξαναζεσταθούν. Τα χαλούμια αφαιρούνταν από το «χαρτζίν», όταν ανέρχονταν στην επιφάνειά του. Αμέσως μετά αλατίζονταν και τοποθετούνταν στη «χαλουμόκουζα», δηλαδή δοχείο φύλαξης χαλουμιών, όπου μετά από δύο μέρες πρόσθεταν και το «νορό».

Συχνά ο βοσκός, παρασκεύαζε και γιαούρτι ή αλλιώς «γάλα όξινον». Η διαδικασία παρασκευής, άρχιζε με το ζέσταμα του γάλακτος σ’ ένα πήλινο δοχείο, γνωστό ως «τσούκκα». Έπειτα, άρχιζε το ανακάτεμα του γάλακτος και ταυτόχρονα η προσθήκη «πικαρτιού», που αποτελούσε ένα είδος γιαουρτιού. Αφού το «πικάρτιν» διαλυόταν εντελώς στο μείγμα, κατέβαζαν την «τσούκκα» από τη φωτιά. Τέλος το μείγμα φυλαγόταν σε μέρος, όπου θα διατηρούσε χλιαρή θερμοκρασία μέχρι και την πήξη του.

Η εικόνα του βοσκού να οδεύει προς τους λοφίσκους του χωριού, στις μέρες μας ακόμα υπάρχει, ενώ σε άλλες περιοχές έχει εκλείψει ολοκληρωτικά. Ο παραδοσιακός, όμως, τρόπος παρασκευής των γαλακτοκομικών προϊόντων, έχει επιζήσει σήμερα σε πολλά από τα νοικοκυριά της Φλάσσου.

Ένα άλλο παραδοσιακό επάγγελμα που επιβίωσε στο χωριό ήταν ο μυλωνάς, του νερόμυλου και του ελιόμυλου. Ο μυλωνάς του νερόμυλου ή αλλιώς αλευρόμυλου, αναλάμβανε να αλέσει το σιτάρι και το κριθάρι των συγχωριανών του, για να το μετατρέψει σε αλεύρι ή στο παραδοσιακό προϊόν «πουρκούρι», ενώ ο μυλωνάς του ελιόμυλου παραλάμβανε τις ελιές, για να τις μετατρέψει σε λάδι.

Το επάγγελμα του μυλωνά του νερόμυλου, φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα διαδομένο στο χωριό, εφόσον ο κοινοτάρχης του χωριού, κύριος Νικολαΐδης, μαρτυρεί πως η όχθη του ποταμού Καρκώτη, τροφοδοτούσε μια σειρά από νερόμυλους. Το βασικό εργαλείο του μυλωνά ήταν ο νερόμυλος ή αλλιώς αλευρόμυλος, ο οποίος όπως προδίδει η πρώτη του ονομασία, είχε ως βασική πηγή ενεργείας το νερό , που στη συγκεκριμένη περίπτωση το αντλούσε από τον ποταμό Καρκώτη.

Ο νερόμυλος αποτελείτο από τη σκάφη, όπου ο μυλωνάς έριχνε τα δημητριακά, το κριθάρι ή το σιτάρι, και από εκεί κατευθύνονταν προς το μέσο των δύο μυλόπετρων. Ο μυλωνάς, πάντοτε πριν θέσει σε λειτουργία το μύλο, τοποθετούσε τον κατάλληλο μοχλό στην μυλόπετρα, ώστε τα δημητριακά να αλεστούν ανάλογα με την παραγγελία, σε μικρούς ή σε χοντρούς κόκκους. Όταν ο μυλωνάς ολοκλήρωνε όλα τα παραπάνω στάδια, τότε έθετε σε λειτουργία το νερόμυλο, επιτρέποντας την κατακόρυφη πτώση του νερού στον άξονα της φτερωτής, που ήταν η βασική κινητήρια δύναμη των μυλόπετρων.

Η πληρωμή του μυλωνά από τους συγχωριανούς, τα παλαιότερα χρόνια, γινόταν άλλοτε σε χρήμα και άλλοτε σε είδος, με την παροχή ενός μέρος των δημητριακών, προτού δοθούν για άλεσμα.

Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, στη Φλάσου άνθισε άλλο ένα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα, αυτό του μυλωνά του ελιόμυλου. Ο μυλωνάς για να πετύχει την παροχή λαδιού, χρησιμοποιούσε τον ελιόμυλο, ο οποίος αποτελείται παραδοσιακά από δυο μέρη, το μύλο και το πιεστήρι. Ο μύλος αποτελείτο από το «σκουλέττιν», ένα λίθινο κατασκεύασμα, που μοιάζει με λεκάνη και τη μυλόπετρα, ένα ογκώδες κυκλικό λίθο που το διαπερνούσε ένα ξύλινο δοκάρι. Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του ελιόμυλου, συχνά το δοκάρι περιστρεφόταν από ένα ζώο. Οι περιστροφικές κινήσεις της μυλόπετρας, συνεχίζονταν μέχρις ότου οι ελιές που βρίσκονταν στο «σκουτέλλιν», συνθλιβούν και αλεστούν. Τότε, ο μυλωνάς τοποθετούσε τις αλεσμένες ελιές στο πιεστήρι, ξύλινη κατασκευή στην οποία συμπιέζονταν τόσο, ώστε να επιτευχθεί η πλήρης εξαγωγή του λαδιού. Πλησίον του πιεστηρίου ήταν τοποθετημένες λεκάνες, στις οποίες έρεε το λάδι.

Ο τρόπος πληρωμής του μυλωνά του ελιόμυλου, παρουσίαζε ομοιότητες με του μυλωνά του αλευρόμυλου. Συγκεκριμένα, συχνά ο μυλωνάς ερχόταν σε συμφωνία με τον ελαιοπαραγωγό για τον τρόπο αποπληρωμής, είτε σε χρήμα είτε σε είδος. Όταν η πληρωμή ήταν σε είδος, τότε ο ελαιοπαραγωγός έδιδε στον μυλωνά μια προσυμφωνημένη ποσότητα λαδιού.

Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο πως στο χωριό, το επάγγελμα του μυλωνά ήταν ενεργό μέχρι το πρόσφατο παρελθόν. Ο κοινοτάρχης του χωριού, μας πληροφορεί πως στο χωριό λειτούργησε μέχρι και την προηγούμενη δεκαετία, τρία παραδοσιακά ελαιοτριβεία. Από αυτό συμπαιρένουμε, πως οι ανάγκες του χωριού για εξαγωγή λαδιού, ώθησαν στη συνέχιση εξάσκησης ενός παραδοσιακού επαγγέλματος.

Στο χωριό, οι κάτοικοι ασχολούνταν και με την παραγωγή μεταξιού, η οποία πραγματοποιείτο με την εκτροφή μεταξοσκώληκα. Ο κάθε μεταξοσκώληκας, περνά από τρία βασικά στάδια ή αλλιώς μέσα από τρεις διαφορετικές μορφές, οι οποίες έχουν συνδεθεί με λαϊκές ονομασίες. Η πορεία εξέλιξης του μεταξοσκώληκα, σύμφωνα με την παράδοση, αρχίζει με τη μορφή της ως «προνύμφη», ακολουθεί ως «νύμφη» και τέλος ως «ψυχή», δηλαδή πεταλούδα.

Αρχικά οι κάτοικοι της Φλάσου, προσπαθούσαν να επισπεύσουν την εκκόλαψη του μεταξοσκώληκα από τον μεταξόσπορο, τον οποίο άλλοτε αγόραζαν έτοιμο και άλλοτε τον εξασφάλιζαν μέσω αναπαραγωγής των πεταλούδων. Ο μεταξοσκώληκας για να εκκολαφθεί από το μεταξόσπορο, έπρεπε να παραμείνει σε ζεστό περιβάλλον, για περίπου ένα δεκαπενθήμερο. Γι’ αυτό οι κάτοικοι της Φλάσου, έκρυβαν τους σπόρους σε ζεστά σημεία, όπως μάλλινα υφάσματα ή σε κάποιο ζεστό χώρο, ακόμα και σε κάποιο μέρος του σώματός τους.

Όταν οι «προνύμφες» έβγαιναν από τους μεταξόσπορους, τότε τις τοποθετούσαν σ’ ένα χώρο ειδικά διαμορφωμένο, με καλάμια ή αλλιώς τις καλαμωτές. Οι «προνύμφες» έτρωγαν φύλλα από τις συκαμιές της Φλάσου, τα οποία οι κάτοικοι φρόντιζαν να μην ξηραίνονται. Όταν οι «προνύμφες» περνούσαν την τέταρτη περίοδο των «νηστειών», όπως ονόμαζαν τα χρονικά διαστήματα που σταματούσαν να τρώνε, γινόντουσαν ημιδιαφανείς και τότε άρχιζαν να εκκρίνουν κουκούλι με μετάξι.

Οι «προνύμφες» έπλεκαν το κουκούλι με το μετάξι πάνω στις καλαμωτές, ενώ κάποιες άλλες δεν έφτιαχναν κουκούλι και εξέκριναν το μετάξι, απευθείας πάνω στα κλαδιά. Ουσιαστικά, στο σημείο αυτό η «προνύμφη» γίνεται «νύμφη» ή αλλιώς χρυσαλίδα, για να μεταμορφωθεί στη συνέχεια σε «ψυχή», πεταλούδα. Οι παραγωγοί όμως του μεταξιού, δεν άφηναν τους μεταξοσκώληκες να περάσουν μέσα από όλα τα στάδια, εκτός αν ήθελαν να πετύχουν αναπαραγωγή μέσω των πεταλούδων.

Έπειτα, οι κάτοικοι της Φλάσου, άπλωναν τα κουκούλια στον ήλιο, ούτως ώστε να πεθάνουν οι χρυσαλίδες που κρύβονταν εντός των κουκουλιών. Ακολούθως, μάζευαν τα κουκούλια από τον ήλιο και τα μετέφεραν σε μάλλινους σάκους, στο μεταξά, που ήταν υπεύθυνος να επεξεργαστεί το κουκούλι σε μετάξι. Οι παραγωγοί του μεταξιού στη Φλάσου, υπολόγιζαν πως για κάθε οχτώ οκάδες κουκούλια, θα έπαιρναν από το μεταξά μια οκά μετάξι.

Έτσι, οι κάτοικοι της Φλάσου εξασφάλιζαν μια σημαντική πρώτη ύλη για την παραγωγή πολύτιμων υφασμάτων, των μεταξωτών. Ο παραδοσιακός τρόπος παραγωγής μεταξιού στο χωριό, επιζεί στις μέρες μας μόνο στις μνήμες των γεροντότερων κατοίκων του χωριού.

Όσον αφορά τις γυναίκες του χωριού, ενασχολήθηκαν με την κατασκευή λινών υφασμάτων, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα αντίστοιχα των υπόλοιπων χωριών της Κύπρου. Η κατασκευή λινών υφασμάτων στο χωριό, συνδέεται άμεσα με την ιστορική πραγματικότητα της ευρύτερης περιοχής, συγκεκριμένα της Σολέας. Η περιοχή επιδίδεται με την παραγωγή του λιναριού, από το 1935 μέχρι και το 1954, με παραγωγικό αποκορύφωμα το 1952.

Έτσι οι κάτοικοι του χωριού, μη θέλοντας να αφήσουν ανεκμετάλλευτη την πρώτη ύλη που παραγόταν στην περιοχή τους, επιδόθηκαν όπως αναφέρθηκε ήδη, στην παραγωγή λινών υφασμάτων. Οι γυναίκες έκλωθαν στο «ροδάνι» , μια μορφή αδραχτιού, τις ακατέργαστες ίνες του λιναριού, γνωστές ως «στούππα» ή «στουππίν», με σκοπό να τις μετατρέψουν σε κλωστή, τη «λινή». Οι «λινές» κλωστές, για ν’ αποκτήσουν το επιθυμητό λευκό χρώμα, έπρεπε να πλυθούν σε ζεστό νερό.

Έπειτα, οι γυναίκες της Φλάσου, με τις λινές κλωστές, έφτιαχναν τα λινά υφάσματα, τα οποία ανάλογα με το πάχος τους ή αλλιώς με τη λεπτότητά τους, είχαν και την κατάλληλη χρήση. Άλλα χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή ενδυμάτων, όπως ανδρικών και γυναικείων εσωρούχων και άλλα, για την κατασκευή υφασμάτων με χρηστική αξία, όπως τραπεζομάντιλα, σεντόνια και πετσέτες.

Μέσα από τις πιο πάνω περιγραφές, προκύπτει μια μικρή αποτύπωση της καθημερινής ζωής των κατοίκων της Φλάσου, η οποία δεν αναλωνόταν μόνο στην γεωργία αλλά επιδιδόταν με επιτυχία και σ’ άλλους επαγγελματικούς τομείς. Η μελέτη των παραδοσιακών επαγγελμάτων της Φλάσου, αναμφίβολα, συμβάλλει στην εκμάθηση ενός κομματιού της ιστορίας της.

Πηγές:
Κοινοτάρχης κοινότητας Φλάσου, κ. Νικολαΐδης Αντώνης
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 3
Λαογραφική Κύπρος, τ. 50, 2000
Ιωάννης Ιωνάς, Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου, Λευκωσία 2001